-
1 жениться
-
2 женить
См. также в других словарях:
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek
οπυίω — ὀπυίω, αττ. τ. ὀπύω (Α) 1. (για άντρα) παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι 2. παθ. ὀπυίομαι (για γυναίκα) παίρνω άντρα, παντρεύομαι 3. έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι 4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπυίων έγγαμος, παντρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek
ορμάζω — ὁρμάζω (ΑΜ) αρραβωνιάζω μσν. (μέσ. και παθ.) ὁρμάζομαι α) (για άντρα) συνάπτω συνοικέσιο με γυναίκα β) (για γυναίκα) παντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το ρ. ἁρμόζω με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] … Dictionary of Greek
γαμβρεύω — (Α) [γαμβρός] 1. συγγενεύω με γάμο 2. (για άντρα) γαμβρεύομαι παντρεύομαι … Dictionary of Greek
γυναικίζω — (AM γυναικίζω) (για άντρα) ντύνομαι, μιλάω ή συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα μσν. νεοελλ. παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, παντρεύομαι αρχ. πάσχω από αφροδίσια νοσήματα … Dictionary of Greek
παντρεύω — πάντρεψα, παντρεύτηκα, παντρεμένος 1. δίνω σε γάμο: Παντρέψτε με στα μακρινά, να ξέρω να παινιέμαι (παροιμ.). 2. για ιερέα και κουμπάρο, στεφανώνω: Ο παπα Γιώργης τους πάντρεψε κρυφά στο μοναστήρι. 3. μέσ., παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, στεφανώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)